Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πέρ

  • 41 уезд

    α. παλ.
    επαρχία (διοικητική περ ιφέρε ια).

    Большой русско-греческий словарь > уезд

  • 42 украшательство

    ουδ.
    ωραιοποίηση (συνήθως περ ιττή).

    Большой русско-греческий словарь > украшательство

  • 43 укутать

    ρ.σ.μ. περιτυλίγω, κουκουλώνω• περικαλύπτω•

    укутать ребёнок κουκουλώνω το παιδάκι•

    укутать дерево соломой περικαλύπτω το δέντρο με άχυρα (για να μην παγώσει).

    περιτυλίγομαι, κουκουλώνομαι περ ικαλύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > укутать

  • 44 улыбка

    θ.
    χαμόγελο, μειδίαμα•

    веслая улыбка χαρούμενο χαμόγελο•

    презрительная улыбка περ ι-φρονητικό χαμόγελο•

    ехидная улыбка φαρμακερό χαμόγελο.

    Большой русско-греческий словарь > улыбка

  • 45 усложнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усложнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω•

    усложнить дело περιπλέκω την υπόθεση•

    усложнить работу κάνω πολυσύνθετη την εργασία.

    περ ιπλέκομαι, μπλέκομαι, μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > усложнить

  • 46 услужливость

    θ.
    εξυπηρετικότητα, φιλοφροσύνη, περ ιπο ιητ ικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > услужливость

  • 47 услужливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    εξυπηρετικός, πρόθυμος, φιλοφρονητικός, περ ιποιητ ικός.

    Большой русско-греческий словарь > услужливый

  • 48 хамелеон

    α.
    1. χαμαιλέοντας.
    2. μτφ. άνθρωπος των περ (.στάσεων (προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > хамелеон

  • 49 хлопководческий

    επ.
    βαμβακοκομικός, βαμ-βακοκαλλιεργητικός•

    хлопководческий район βαμβακοκαλλι-εργητ ική περ ιοχή.

    Большой русско-греческий словарь > хлопководческий

  • 50 хожено

    απρόσ. ως κατηγ. βαδίζω, πορεύομαι, οδεύω• περ ιφέρομαι•κυκλοφορώ.

    Большой русско-греческий словарь > хожено

  • 51 холить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.μ.
    περ ιποιούμαι πολύ, παραχαϊδεύω, χαϊδολογώ, κανακεύω, επ ι-δαψιλεύω.
    παραχαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > холить

  • 52 цыганить

    ρ.δ.μ. (απλ.) γυρίζω ή επαιτώ σαν τσιγγάνος. || περ ιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > цыганить

  • 53 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 54 Although

    conj.
    P. and V. καίπερ, περ ( enclitic) (both take the participle and are used when subject of main and subordinate clause are the same).
    Even if: P. and V. εἰ καὶ, κεἰ, ἐὰν καὶ, ἢν καί, κἄν; see Though.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Although

  • 55 However

    adv.
    In whatever way: P. and V. ὅπως, ὡς, ὅτῳ τρόπῳ.
    Although: with adj., adv. and part., P. and V. καίπερ, περ; see Although.
    At least, at any rate: P. and V. γε, γοῦν, γε μήν, V. γε μὲν δή.
    But, at any rate: P. and V. ἀλλʼ οὖν, δʼ οὖν.
    Nevertheless, yet, conj.: P. and V. ὅμως, μέντοι, ἔμπας.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > However

  • 56 Though

    conj.
    P. and V. καίπερ, περ ( enclitic).
    (Both take the participle and are used when the subject of the main and subordinate clause are the same.) Even if: P. and V. εἰ καί, κεἰ, ἐὰν καί, ἢν καί, κἄν.
    Though is often expressed by the genitive absolute. Rash girl! though Creon has forbidden it? V. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος; (Soph., Ant. 47).
    Not though: P. and V. οὐδʼ εἰ, οὐδʼ ἐν, οὐδʼ ἤν.
    As though, as if: P. and V. ὡσπερεί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Though

  • 57 Whichever

    adj.
    P. and V. ὅστις, ὅστις ν (with subj.), ὃς ν (with subj.), P. ὅστις δήποτε, Ar. and P. ὁστισοῦν, ὅστις περ.
    Whichever of two: P. and V. ὁπότερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whichever

  • 58 whichsoever

    adj.
    P. and V. ὅστις, ὅστις ν (with subj.), ὃς ν (with subj.), P. ὅστις δήποτε, Ar. and P. ὁστισοῦν, ὅστις περ.
    Whichever of two: P. and V. ὁπότερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > whichsoever

  • 59 Whoever

    pron.
    P. and V. ὅστις, ὃς ν (with subj.), ὅστις ν (with subj.), Ar. and P. ὁστισοῦν, ὅστις περ, P. ὁστισδήποτε, ὁστισδηποτοῦν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whoever

См. также в других словарях:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»