-
41 уезд
-а α. παλ.επαρχία (διοικητική περ ιφέρε ια). -
42 украшательство
-а ουδ.ωραιοποίηση (συνήθως περ ιττή). -
43 укутать
ρ.σ.μ. περιτυλίγω, κουκουλώνω• περικαλύπτω•укутать ребёнок κουκουλώνω το παιδάκι•
укутать дерево соломой περικαλύπτω το δέντρο με άχυρα (για να μην παγώσει).
περιτυλίγομαι, κουκουλώνομαι περ ικαλύπτομαι. -
44 улыбка
-и θ.χαμόγελο, μειδίαμα•веслая улыбка χαρούμενο χαμόγελο•
презрительная улыбка περ ι-φρονητικό χαμόγελο•
ехидная улыбка φαρμακερό χαμόγελο.
-
45 усложнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усложнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω•усложнить дело περιπλέκω την υπόθεση•
усложнить работу κάνω πολυσύνθετη την εργασία.
περ ιπλέκομαι, μπλέκομαι, μπερδεύομαι. -
46 услужливость
-и θ.εξυπηρετικότητα, φιλοφροσύνη, περ ιπο ιητ ικότητα. -
47 услужливый
επ., βρ: -лив, -а, -оεξυπηρετικός, πρόθυμος, φιλοφρονητικός, περ ιποιητ ικός. -
48 хамелеон
-а α.1. χαμαιλέοντας.2. μτφ. άνθρωπος των περ (.στάσεων (προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες). -
49 хлопководческий
επ.βαμβακοκομικός, βαμ-βακοκαλλιεργητικός•хлопководческий район βαμβακοκαλλι-εργητ ική περ ιοχή.
-
50 хожено
απρόσ. ως κατηγ. βαδίζω, πορεύομαι, οδεύω• περ ιφέρομαι•κυκλοφορώ. -
51 холить
-лю, -лишьρ.δ.μ.περ ιποιούμαι πολύ, παραχαϊδεύω, χαϊδολογώ, κανακεύω, επ ι-δαψιλεύω.παραχαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
52 цыганить
ρ.δ.μ. (απλ.) γυρίζω ή επαιτώ σαν τσιγγάνος. || περ ιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω. -
53 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
54 Although
conj.P. and V. καίπερ, περ ( enclitic) (both take the participle and are used when subject of main and subordinate clause are the same).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Although
-
55 However
adv.In whatever way: P. and V. ὅπως, ὡς, ὅτῳ τρόπῳ.At least, at any rate: P. and V. γε, γοῦν, γε μήν, V. γε μὲν δή.But, at any rate: P. and V. ἀλλʼ οὖν, δʼ οὖν.Nevertheless, yet, conj.: P. and V. ὅμως, μέντοι, ἔμπας.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > However
-
56 Though
conj.(Both take the participle and are used when the subject of the main and subordinate clause are the same.) Even if: P. and V. εἰ καί, κεἰ, ἐὰν καί, ἢν καί, κἄν.Though is often expressed by the genitive absolute. Rash girl! though Creon has forbidden it? V. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος; (Soph., Ant. 47).Not though: P. and V. οὐδʼ εἰ, οὐδʼ ἐάν, οὐδʼ ἤν.As though, as if: P. and V. ὡσπερεί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Though
-
57 Whichever
adj.P. and V. ὅστις, ὅστις ἄν (with subj.), ὃς ἄν (with subj.), P. ὅστις δήποτε, Ar. and P. ὁστισοῦν, ὅστις περ.Whichever of two: P. and V. ὁπότερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whichever
-
58 whichsoever
adj.P. and V. ὅστις, ὅστις ἄν (with subj.), ὃς ἄν (with subj.), P. ὅστις δήποτε, Ar. and P. ὁστισοῦν, ὅστις περ.Whichever of two: P. and V. ὁπότερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > whichsoever
-
59 Whoever
pron.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whoever
См. также в других словарях:
πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ' — περί , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… … Dictionary of Greek
περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου … Dictionary of Greek
Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)