-
121 сверхлимитный
επ.υπέρμετρος, ο υπέρή πέραν των ορίων•-ое потребление электроэнергии υπέρμετρη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.
-
122 трансцендентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. υπεραισθητός (ο πέραν των αισθήσεων) ασύλληπτος• άγνωστος.2. (μαθ.) υπερβατικός•-ые числа υπερβατικοί αριθμοί.
-
123 βίος
A life, i. e. not animal life ([etym.] ζωή), but mode of life (cf.εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11
), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals,διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14
, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; alsoζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA 736b13
);ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491
;ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254
;αἰῶνα βίοιο Hes.Fr. 161
;τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr. 537
(lyr.);ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC 1364
;βίον διαγαγεῖν Ar. Pax 439
; ;διατελεῖν Isoc.6.45
; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5;τελευτᾶν Isoc.4.84
;ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg. 870e
;ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17
;τέρμα βίου περᾶν S.OT 1530
;ὁδὸς βίου Isoc.1.5
, cf. X.Mem.2.1.21; ; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; soΤαρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11
;β. ζωῆς Pl.Epin. 982a
(cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100
;ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8
;λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263
;σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66
: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg. 733d, cf. Arist.EN 1095b15, Pol. 1256a20.2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag. 1517 (lyr.); ;φείδεσθαι βίου Id.Ph. 749
; νοσφίζειν τινὰ βίου ib. 1427, etc.3 lifetime,ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109
;τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a
, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31
, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; , cf. 933, 1282;κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp. 450
; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib. 451; β. πολύς ib. 861; ;βίον κεκτημένος Philem.99.4
; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simplyὁ βίος Id.P.1.211
; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237;μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226
; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public',ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4
.V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.) -
124 εὔβατος
A accessible, passable,οὐ γὰρ εὔ. περᾶν A.Pr. 718
;ποιεῖν τι εὔ. τινί Pl.Lg. 761a
: [comp] Comp. - ώτερος X.HG4.6.9.II of dwarf fig-trees, in [comp] Comp., more accessible or manageable, Thphr.HP 2.6.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔβατος
-
125 καταφυτεύω
A plant, ib.Ex.15.17,al.;ἀγορὰν πλατάνοις Plu.Cim.13
, cf. Luc.VH2.42;λαὸν εἰς τόπον LXX 2 Ma.1.29
.II transplant, acclimatize,τοὺς πέραν Εὐφράτου καρποὺς ἐπὶ τὰ κάτω τῆς Ἀσίας μέρη SIG22.13
(Epist. Darei), cf. Posidon. 68 J., Str.15.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυτεύω
-
126 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.). -
127 παραφρουρέω
A keep guard beside, παραφρουρεῖ τὴν πέραν τοῦ Δουρίου guards the frontier beyond the Douro, Str.3.4.20 :—[voice] Pass., Hld.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφρουρέω
-
128 περαῖος
2 [comp] Comp., περαιότερόν τι anything further, PFay.124.8 (ii A. D.).II Subst., ἡ περαία (sc. γῆ, χώρα) the country on the other side of the river, etc., Str.4.1.12 ; τῆς χώρας τῆς π. SIG588.29 (Milet., ii B. C.): freq. with gen. whether partitive or objective, ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against [Chalcis], Hdt.8.44 ; ἡ π. τῆς Ἀσίας the coast of Asia over against [Rhodes], D.S.20.97 (but ἡ τῶν Ῥοδίων π. Str.14.2.1, 14.5.11 : hence pr. n. ἡ Περαία, Plb.18.2.3, 18.6.3 ; also of the country beyond Jordan, J.BJ3.3.3, St.Byz.); πᾶσα περαίη Θρηϊκίης all the opposite coast of Thrace, A.R.1.1112 ; ἡ Τενεδίων π. the coast [of the Troad] opposite to Tenedos, Str.13.1.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαῖος
См. также в других словарях:
πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… … Dictionary of Greek
πέραν — πέρᾱν , πέρα beyond fem acc sg (attic doric aeolic) πέρᾱν , πέραν on the other side indeclform (adverb) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾶν — πέρα beyond fem gen pl (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc voc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾷν — περάω 1 drive right through pres inf act περάω 2 pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek
υπερπέραν — Η «πέραν του τάφου» υπόσταση. Εκείνο που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αίσθηση. Όρος άκλιτος. Υ. ονομάζεται από τους πνευματιστές ο τόπος στον οποίο παραμένουν τα πνεύματα και το μεταξύ δύο διαδοχικών μετενσαρκώσεων διάστημα. Από το υ. προέρχονται … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… … Dictionary of Greek