-
1 περκνόν
περκνόςdusky: masc acc sgπερκνόςdusky: neut nom /voc /acc sg -
2 περκνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περκνός
-
3 περκνός
См. также в других словарях:
περκνόν — περκνός dusky masc acc sg περκνός dusky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek