-
1 πέρκανα
-
2 πέρκανα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρκανα
-
3 πέρκανα
πέρκανα, τά, eine Art Gewebe -
4 πευκάνα
πευκάνα· πευκονία, ἱστοῦ παράπλεγμα, τροχίαι, Hsch.; cf. πέρκανα, πεύκλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευκάνα
См. также в других словарях:
πέρκανα — τὰ, Α είδος υφάσματος ή πλέγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. περκαίνω] … Dictionary of Greek