-
1 πέρᾱ
πέρᾱ (vgl. πέραν), darüber hinaus, über einen gewissen Raum hinaus, weiter; φράσῃς μοι μὴ πέρα, Soph. Phil. 332; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, 1259; oft auch c. gen., φωνεῖν πέρα τῶν πρὸς σὲ νῠν εἰρημένων, O. C. 258; ϑρασεῖα καὶ πέρα δίκης ἄρχω, über das Recht hinaus, El. 511; τοῠ γὰρ εἰκότος πέρα ἄπεστι πλείω τοῠ καϑήκοντος χρόνου, O. R. 74, d. i. anders als wahrscheinlich, wider Erwarten; ϑαυμάτων πέρα, Eur. Hec. 714; μή γε πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 501; ἐμοὶ οὐ ϑέμις λέγειν πέρα, mehr zu sagen, wie μηδ' ἐρωτήσῃς πέρα I. T. 554; u. in Prosa: μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν, Plat. Tim. 29 d; μέχρι τοῦ μέσου καϑιέναι, πέρα δ' οὔ, Phaed. 112 e; auch mit dem Artikel, οὐκέτ' ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῠ λέγοντος, Phaedr. 241 d; πέρα τοῠ δέοντος σοφώτεροι γε-νόμενοι, Gorg. 487 d, weiser als nöthig ist; πέρα τῶν ἀναγκαίων, Rep. VI, 493 d; ἡ πέρα τούτων ἐπιϑ υμία, VIII, 559 b, u. öfter; von der Zeit, οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν, nicht länger, Xen. An. 5, 9, 28; ἤδη δὲ πέρα μεσούσης τῆς ἡμέρας, über Mittag hinaus, 6, 3, 7, vgl. 6, 1, 28; πέρα τοῦ καιροῦ, Hell. 5, 3, 5; ὁ νόμος κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν πέρα μεδίμνου κριϑῶν, Is. 10, 10; u. bei Folgdn; πέρα τοῠ δέοντος, Pol. 5, 104, 3, wie πέρα τοῦ καϑήκοντος, 22, 1, 5, u. öfter. – Uebertr., über ein gewisses Maaß hinaus, wie ὃς τῶν ἐμῶν ἐχϑρῶν μ' ἔνερϑεν ὄντ' ἀνέστησας πέρα, du hast mich über meine Feinde erhoben, der ich ihnen unterlag, Soph. Phil. 662; daher = übermäßig, μόγος ἔχει τοτὲ πέρα, τοτὲ δέ γ' ὕπερϑεν, O. C. 1742; πέρα γε παϑοῠσα, Eur. El. 1186; ἄπιστα καὶ πέρα κλύειν vrbdt Ar. Av. 416, eigentl. was über das Hören hinausgeht, mehr als man je gehört hat; – πέρα ἀνϑρώπ ου, über den Menschen hinaus, über seine Kraft, Philostr. – Geradezu für πλήν, außer, Xen. Conv. 8, 19, l. d. – In allen Vrbdgn steht es sowohl vor, als hinter dem genit. – Den comp. περαίτερος, περαιτέρω s. unten besonders.
См. также в других словарях:
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek