-
1 πέντ-αιχμος
πέντ-αιχμος, fünfspitzig, ἀκμαὶ ποδῶν, fünfzehig, Paul. Sil. 47 (XI, 57).
-
2 πένταιχμος
πέντ-αιχμος, fünfspitzig, ἀκμαὶ ποδῶν, fünfzehig -
3 πενταιχμος
См. также в других словарях:
πένταιχμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε αιχμές, πέντε οξείες άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. λ. πεντα ) + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ αιχμος] … Dictionary of Greek