-
1 beşinci
πέμπτος -
2 fifth
πέμπτος -
3 пятый
(αριθμ. τακτικό).1. πέμπτος•пятый этаж πέμπτος όροφος.
2. ουσ. -ая θ. το πέμπτο•-ая населении το ένα πέμπτο του πληθυσμού..
εκφρ.нужен как собаке -ая нога – χρειάζεται όσο ο πέμπτος τροχός του αμαξιού. -
4 пятый
-
5 пятый
пят||ыйчисл. порядк. πέμπτος:\пятый номер ὁ ἀριθμός πέντε· \пятый час τέσσερες περασμένες· в \пятыйом часу́ μετά τίς τέσσερες, μεταξύ τέσσερες καί πέντε· три четверти \пятыйого τέσσερες καί σαράντα πέντε λεπτά, πέντε παρά τέταρτο· \пятыйая часть τό ἕνα πέμπτο· ◊ рассказывать из \пятыйого в десятое (ό)μιλώ μπερδεμένα, ἀσυνάρτητα· \пятыйое колесо́ в телеге разг ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
6 fifth
[fifƟ]1) (one of five equal parts.) πέμπτος2) (( also adjective) the last of five (people etc); the next after the fourth.) πέμπτος -
7 колесийца
колесийц||аж τό ἄρμα, ἡ ἀμαξα, ὁ δίφρος:боевая \колесийца τό πολεμικό ἄρμα· погребальная \колесийца ἡ νεκροφόρος ἄμαξα· ◊ последняя спи́ца в \колесийцае разг ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
8 пятнадцатый
пятнадцатыйчисл. порядк. δέκατος πέμπτος. -
9 спица
спи́ц||аж1. (для вязания) ἡ βελόνα τοῦ πλεξίματος, τό κροσέ·2. (колеса) ἡ ἀκτίνα· ◊ быть последней (или пятой) \спицаей в колеснице погов. εἶμαι ὁ πέμπτος τροχός τής ἀμάξης. -
10 fifteenth
1) (one of fifteen equal parts.) δέκατο πέμπτο2) (( also adjective) (the) last of fifteen (people, things etc); (the) next after the fourteenth.) δέκατος πέμπτος -
11 пятнадцатый
[πιτνάττσατυϊ] αριθμ. δέκατος πέμπτος -
12 пятый
[πγιάτυΐ] αριθμ. πέμπτος -
13 пятнадцатый
[πιτνάττσατυϊ] αριθμ δέκατος πέμπτος -
14 пятый
[πγιάτυϊ] αριθμ πέμπτος -
15 квинта
-ы θ.ο πέμπτος μουσικός φθόγγος κλίμακας. || το διάστημα της πέμπτης. || η λε-τδτερη χορδή μουσικού οργάνου. -
16 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
17 пятнадцатый
αριθμ. τακτικό• δέκατος πέμπτος•пятнадцатый раз δέκατη πέμπτη φορά.
-
18 спица
-ы θ.1. ακτίνα τροχού•велосипед-нэл спица ακτίνα τροχού ποδηλάτου•
спица руля α-κτ ίνα τιμονιού.
|| τα σιδερένια ελάσματα της ομπρέλας.2. η βελόνη του πλεξίματος. || διαφόρων ειδών κρατητήρες, πιάστρες. || ορθοστάτης στέγης.εκφρ.пятэя ή последняя -в колеснице – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (μηδαμηνός ρόλος). -
19 Fifth
adj.P. and V. πέμπτος.On the fifth day: use Ar. and P., adj., πεμπταῖος, in agreement with subject (vid. Ar., Av. 474).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fifth
См. также в других словарях:
πεμπτός — sent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτος — fifth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
πεμπτός — ή, ό / πεμπτός, ή, όν, ΝΑ [πέμπω] σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.) … Dictionary of Greek
πέμπτος — η, ο αυτός που έρχεται στη σειρά μετά τον τέταρτο: Πέμπτος όροφος, πέμπτη τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέμπτα — πέμπτος fifth neut nom/voc/acc pl πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc/acc dual πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπτόν — πεμπτός sent masc acc sg πεμπτός sent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπται — πέμπτος fifth fem nom/voc pl πέμπτᾱͅ , πέμπτος fifth fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτον — πέμπτος fifth masc acc sg πέμπτος fifth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπτων — πέμπτος fifth fem gen pl πέμπτος fifth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπτούς — πεμπτός sent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)