-
1 πέμπαθλον
πέμπ-αθλον, τό,A = πένταθλον, dub. in IG12.472.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέμπαθλον
-
2 πένταθλον
A contest of the five exercises (viz. ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην, Simon.153), Pi.O.13.30, N.7.8, B.8.104, etc. ; πεντάεθλον ἐπασκέειν orἀσκέειν Hdt.6.92
, 9.33 ; πένταθλ' ἃ νομίζεται is corrupt in S.El. 691 ; cf. πέμπαθλον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένταθλον
См. также в других словарях:
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek