-
1 παῖς
παῖς, also [full] παῦς (q. v.), παιδός, ὁ, ἡ, gen. pl. παίδων, [dialect] Dor. παιδῶν Greg.Cor.p.317 S.; dat. pl. παισί, [dialect] Ep.Aπαίδεσσι Od.3.381
, etc.; in early [dialect] Ep. freq. disyll. in nom. [full] πάϊς, e. g. when forming part of two different feet, Il.2.609, 5.704, etc.; prob. also in the fifth foot, 9.57, 11.389; and before bucolic diaeresis, 2.205, al.; also in Lyr., Sapph.38, 85; and in [dialect] Boeot., IG7.690, al. ([place name] Tanagra), cf. πῆς; πάϊ [ᾰῑ] Od.24.192 ( παιδ- is never disyll. in oblique cases in Hom.); acc.πάϊν A.
R.4.697, AP3.8 (Inscr. Cyzic.), 9.125; gen. παϊδός Epigr. ap. Luc.Symp.41; dat. παϊδί prob. in Anacr.17:I in relation to Descent, child, whether son, Il. 2.205, 609, al. (with special reference to the father, opp. τέκνον, q.v.): pl., Th.1.4, etc.; or daughter, Il.1.20, 443, 3.175;παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Pl.Lg. 788a
; παῖς, opp. κόρα, Berl.Sitzb.1927.7 ([dialect] Locr., v. B.C.); of an adopted son,ἀλλά σε παῖδα ποιεύμην Il.9.494
;παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται 20.308
, cf. Pi.N.7.100, Inscr.Cypr.135.11 H., etc.;Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων E.Ph. 281
; freq. in orators of legal issue, Isoc.19.9, Is.7.31, etc.; of animals, A.Ag.50 (anap.).2 metaph., ἀμπέλου π., of wine, Pi.N.9.52;χορῶν ἐραστὴς κισσὸς ἐνιαυτοῦ δὲ παῖς Chaerem.5
; ὀρείας πέτρας π., of Echo, E.Hec. 1110; ὅρκου π. ἀνώνυμος, of the penalty of perjury, Orac. ap. Hdt.6.86.γ; ἄναυδοι π. τᾶς ἀμιάντου, of fishes, A.Pers. 578 (lyr.).3 periphr., οἱ Λυδῶν παῖδες sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.1.27, cf. 5.49;π. Ἑλλήνων A.Pers. 402
; οἱ [Ἀσκληπιοῦ] π., i. e. physicians, Pl.R. 407e; οἱ ζωγράφων π. painters, Id.Lg. 769b; παῖδες ῥητόρων orators, Luc. Anach.19; π. ἰατρῶν, π. πλαστῶν καὶ γραφέων, Id.Dips.5, Im.9; cf.υἱός 2
.II in relation to Age, child, boy or girl,νέος π. Od.4.665
;παῖδες νεαροί Il.2.289
;σμίκρα π. Sapph.34
: with another Subst., π. συφορβός boy-swineherd, Il.21.282;παῖδα κόρην γαμεῖν Ar.Lys. 595
;ἐν παισὶ νέοισι π. Pi.N.3.72
;π. ἔτ' ὤν A.Ch. 755
, cf. Il.11.710;ἔτι π. Pl.Prt. 310e
; παιδὸς μηδὲν βελτίων ib. 342e: distd. from παιδίον, μειράκιον, Hp.Hebd.5, cf. X.Smp.4.17, Cyr.8.7.6, 1.2.4; ἐκ παιδός from a child, Pl.R. 374c;ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Aeschin.1.180
;ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Pl.Lg. 694d
, cf. R. 386a;ἀκούων τῶν παίδων εὐθύς Id.Lg. 642b
;εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών D.21.154
; ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ π. to be just out of one's childhood, X.HG5.4.25;ἐκ μικρῶν π. Arist.Pol. 1336a14
; [Ἡρακλῆς] ἐν παισὶν ὄφεις ἀπέκτεινεν D.C.56.36
; ἐν παισὶ (v.l. παιδὶ)ποιμαίνων Hdn.6.8.1
; χορηγεῖν παισί (cf.χορηγέω 11
): prov.,τοῦτο κἂν π. γνοίη Pl.Euthd. 279d
;δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί Id.Smp. 204b
;παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Luc.Peregr.11
, cf. Alex.4; ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν π., of the superstitious fears of a child, Pl. Phd. 77e, cf. Porph.Abst.1.41.
См. также в других словарях:
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ABRAHAM — I. ABRAHAM Eremita Aegyptius, grandem (iam defessis aetate parentibus) hereditatem mox habiturus, non exspectavit; sed ut nudus discedens, in solitudine sibi cellam constinut: deinde ills vitâ defunctis, cum ad capiendum tantarum opum pattimonium … Hofmann J. Lexicon universale
κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
ντεϊσμός — θρησκευτική και φιλοσοφική θεωρία που εμφανίστηκε την εποχή του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σύμφωνα με αυτή ο θεός, αν και δημιουργός του κόσμου δεν ρυθμίζει την τύχη του και δεν παρεμβαίνει στην πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Από την άποψη αυτή ο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κεντάκι — (Kentucky). Ομόσπονδη πολιτεία (104.661 τ. χλμ., 4.065.556 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και συνορεύει με τις πολιτείες Οχάιο, Ιντιάνα και Ιλινόις στα Β, Δυτική Βιρτζίνια και Βιρτζίνια στα Α, Τενεσί στα Ν… … Dictionary of Greek