-
1 πάτος
1) dno (n) rzecz.2) spód (m) rzecz.
См. также в других словарях:
πάτος — trodden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος … Dictionary of Greek
πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… … Dictionary of Greek
πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτον — πάτος trodden masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτου — πάτος trodden masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτους — πάτος trodden masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτων — πάτος trodden masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)