Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πάστα

См. также в других словарях:

  • πάστα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος γλυκίσματος. 2. πολτός: Πάστα για τα δόντια. 3. το ποιόν ατόμου, ο χαρακτήρας του: Δεν είναι καλή πάστα ο φίλος σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παστά — παστάς porch in front of the house fem voc sg παστά̱ , παστή case fem nom/voc/acc dual παστά̱ , παστή case fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάστα — η 1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό 2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά 3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών 4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από… …   Dictionary of Greek

  • ταριχοφαγία — ἡ, Α το να τρώει κανείς παστά ψάρια, διατροφή με παστά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + φαγία (< φάγος*)] …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • φύραμα — το, ατος 1. το ζυμωμένο με νερό, κάθε μείγμα που έγινε ζυμάρι, το ζυμάρι, η μάζα. 2. πολτός, νερουλό σώμα, πάστα. 3. ένζυμο. 4. μτφ., το ποιόν, ο χαρακτήρας, το ψυχικό υλικό, η πάστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παστάς — porch in front of the house fem nom sg παστά̱ς , πασταί fem acc pl παστά̱ς , παστή case fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pasta — For other uses, see Pasta (disambiguation). Different types of pasta on display in a shop window. Pasta is a staple food of traditional Italian cuisine, now of worldwide renown. It takes the form of unleavened dough made in Italy mostly of durum… …   Wikipedia

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόπαστα — και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πάστα] …   Dictionary of Greek

  • ιχθύα — ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) [ιχθύς] 1. το αποξηραμένο δέρμα τού ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων 2. το δέρμα κάθε ψαριού 3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια 4. πάπ. ιχθυοτροφείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»