Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάρ-ηβος

См. также в других словарях:

  • πάρηβος — η, ο / πάρηβος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ήβης, τής νιότης και άρχισε να γερνά 2. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ακμής του και άρχισε να παρακμάζει αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον (στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»