-
1 παραφημι
эп. πάρφημι и παραίφημι, дор. πάρφᾱμι1) увещевать, сетовать(τινί Hom.)
2) med. уговаривать, обольщать(τινα μαλακοῖς ἐπέεσσιν Hom.)
3) med. лживо говоритьπ. ὅρκον Pind. — давать ложную клятву
-
2 παράφημι
A speak gently to, advise,μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι Il.1.577
:—[voice] Med., persuade, appease,μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι Od.16.287
, 19.6 ;τιν' ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249
, cf. Od.2.189 ;μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Hes.Th.90
, cf. Parm.1.15.2 freq. with collat. notion of deceit, speak deceitfully or insincerely, παρφάμεν ὅρκον, λόγον, Pi. O.7.66, P.9.43 :—[voice] Med., πολλά μιν παρφαμένα beguiling him, Id.N.5.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράφημι
См. также в других словарях:
παράφημι — και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α 1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.) 3.… … Dictionary of Greek