-
1 παροπτάω
A roast slightly, half-roast, toast, Plb.12.25.2 ([voice] Pass.), Agatharch.47 ; as medical treatment, Herod.Med. ap. Orib.10.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροπτάω
-
2 παροπτέος
II παροπτέον, one must overlook, τὸ γὰρ σύνηθες οὐδαμοῦ π. Men.53, cf. D.26.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροπτέος
-
3 παρόπτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόπτησις
-
4 πάροπτος
πάροπτ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάροπτος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский