-
1 Παριος
-
2 εξορουω
1) вырываться2) выскакивать, выпадать -
3 κληρος
Iдор. κλᾶρος ὅ1) тж. pl. жребий(κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλειν Hom.; κλάροισι θεοπροπέων Pind.)
ἐν или ἐπὴ κλήρους ἐβάλοντο Hom. — они бросили жребии;Πάριος ἐκ κ. ὄρουσεν Hom. — жребий пал на Париса;κλήρῳ λάχον ἐνθάδ΄ ἕπεσθαι Hom. — мне досталось по жребию идти туда;διὰ τέν τοῦ χλήρου τύχην Plat. — по прихоти жребия;ἀπὸ κλήρων γίγνεσθαι Plat. — распределяться по жребию2) метание жребия, жеребьевкаκλῆρον τιθέναι Eur. — решать в порядке жеребьевки;
ἐν τῷ κλήρῳ καὴ ἐν τῇ χειροτονίᾳ Xen. — в порядке жеребьевки или в порядке избрания3) доставшееся по жребию, удел, доля, наследство, достояниеοἶκος καὴ κ. Hom. — дом со всем достоянием;
ὅ κ. τοῦ τελευτήσαντος Plat. — имущество покойного4) удел, владение, земельная собственность(οἱ κλῆροι τῶν Συρίων Her.; ἀπὸ τῆς γῆς καὴ τῶν κλήρων τροφέν λαμβάνειν Arst.)
κ. Ἰαόνιος (= Ἰόνιος) Aesch. — владения ионянIIὅ клер, пестряк (Clems apiarius, жук, вредящий пчелиным ульям) Arst. -
4 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль
См. также в других словарях:
Πάριος — Paros masc nom sg Πάρος Paros masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάριος — α, ο [Πάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια ο κάτοικος τής Πάρου, ο Παριανός 3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» επιγραφή γραμμένη στην αττική… … Dictionary of Greek
πάριος — πά̱ριος , πῆρος loss of strength neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek
Εύβοιος ο Πάριος — (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Έζησε την εποχή του Φιλίππου και τάχθηκε εναντίον των Αθηναίων. Έγραψε παρωδίες σε ομηρικούς εξάμετρους αλλά ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν … Dictionary of Greek
Παρίω — Πάριος Paros masc/neut nom/voc/acc dual Πάριος Paros masc/neut gen sg (doric aeolic) Πάρος Paros masc/neut nom/voc/acc dual Πάρος Paros masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρίων — Πάριος Paros fem gen pl Πάριος Paros masc/neut gen pl Πάρος Paros fem gen pl Πάρος Paros masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάριον — Πάριος Paros masc acc sg Πάριος Paros neut nom/voc/acc sg Πάρος Paros masc acc sg Πάρος Paros neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρίην — Πάριος Paros fem acc sg (epic ionic) Πάρος Paros fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρίης — Πάριος Paros fem gen sg (epic ionic) Πάρος Paros fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρίοιο — Πάριος Paros masc/neut gen sg (epic) Πάρος Paros masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)