-
1 παπυρος
(πᾰ; Anth. ῠ) ὅ и ἥ1) папирус (египетское болотное кустарниковое растение, из луба - βύβλος - которого приготовлялись снасти, ткани, писчая бумага и проч.) Anth.2) папирусовое полотно Anacr.3) бумага из папируса Anth. -
2 πάπῡρος
πάπῡρος, ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, βύβλος, man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.]
-
3 πάπυρος
A papyrus, Cyperus Papyrus, Thphr.HP4.8.2, Dsc.1.86, Porph. ap. Eus.PE3.7, etc.; as food, UPZ91.8, 96.40 (ii B. C.).2 linen, cord, etc., made of it, AP6.249 (Antip.), Anacreont.30.5, Plin.HN13.72, etc. [Prop. [pron. full] ?πάπυροςX ¯ ?πάπυροςX, as in Anacreont. l.c. and Latin poets, but in AP l.c., ?πάπυροςX ?πάπυροςX ?πάπυροςX.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάπυρος
-
4 πάπῡρος
-
5 πάπυρος
πάπῡρος, πάπυροςpapyrus: masc /fem nom sg -
6 πάπυρος
ο в разн. знач папирус -
7 πάπυρος
[папирос] ουσ. а. папирус.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πάπυρος
-
8 πάπυρος
-ου ὁ N 2/ἡ 0-0-1-2-0=3 Is 19,6; Jb 8,11; 40,21 -
9 πάπυρος
[папирос] ουσ α папирус. -
10 papyrus
papȳrus, ī, f. u. papȳrum, ī, n. (πάπυρος), I) die Papierstaude in Ägypten (Cyperus Papyrus, L.), aus deren Holze man Schiffe, aus deren Baste Segel, Kleider, Stricke, Bänder und aus dem innersten Baste Papier machte, Sen. u.a.: zu Scheiterhaufen gebraucht, Mart. – II) meton.: A) ein Kleid aus Papyrusbast, Iuven. 4, 24. – B) das aus Papyrusbast bereitete Papier, zum Schreiben, Catull. 35, 2: zum Einwickeln, Mart. 3, 2, 4. – C) der Docht, Paulin. Mart. 23, 118. Greg. Tur. u.a.
-
11 папирус
ο πάπυρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > папирус
-
12 папирус
папирусл ὁ πάπυρος. -
13 παπύροις
παπύ̱ροις, πάπυροςpapyrus: masc /fem dat pl -
14 παπύρου
παπύ̱ρου, πάπυροςpapyrus: masc /fem gen sg -
15 παπύρους
παπύ̱ρους, πάπυροςpapyrus: masc /fem acc pl -
16 παπύρω
-
17 παπύρῳ
-
18 παπύρωι
παπύ̱ρῳ, πάπυροςpapyrus: masc /fem dat sg -
19 παπύρων
παπύ̱ρων, πάπυροςpapyrus: masc /fem gen pl -
20 πάπυρον
πάπῡρον, πάπυροςpapyrus: masc /fem acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
πάπυρος — πάπῡρος , πάπυρος papyrus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπυρος — ο 1. είδος φυτού από τα φύλλα του οποίου κατασκευαζόταν στην αρχαιότητα γραφική ύλη (χαρτί). 2. κείμενο γραμμένο σε πάπυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αχμές, πάπυρος — Αρχαίο αιγυπτιακό μαθηματικό χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Πήρε το όνομα του συντάκτη του Αχμές, που έζησε περίπου το 2000 π.Χ … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
πάπυροι μαθηματικού — Μαθηματικά έργα της αρχαίας Αιγύπτου, που διασώθηκαν. Χρονολογούνται από την περίοδο της Μεσοβασιλείας (21ος αι. 18ος αι. π.Χ.). Οι περιφημότεροι π.μ. είναι ο πάπυρος Rhind (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο) και ο πάπυρος Μόσχας (Μουσείο Καλών Τεχνών Α … Dictionary of Greek
Перантинос, Никос — Никос Перантинос греч. Νίκος Περαντινός Дата рождения: 1910 год(1910) … Википедия
Коссос, Иоаннис — Иоаннис Коссос греч. Ιωάννης Κόσσος Дата рождения: 1822 год(1822) … Википедия
PAPYRUS Phleus seu vulgaris — ob similirudinem cum Papyro planta Nilotica, scirpus dictus est. Vetus Auctor Glossarum, Scirpus, φλοῦς πάπυρος. Strabo l. 5. τόφη τε καὶ πάπυρος ἀνθήλη τε πολλὴ κατακομίζεται ποταμοῖς ἐις τὴν Πὥμην, ubi πάπυρος i. e. quod antiqui Attici φλεὼ… … Hofmann J. Lexicon universale