-
1 kněz
παπάς -
2 Pope
Πάπας -
3 priest
παπάς -
4 duchowny
παπάς -
5 duszpasterz
παπάς -
6 kapłan
παπάς -
7 ksiądz
παπάς -
8 papież
Πάπας -
9 папа
I папа II м (римский) о πάπας II папа Ι м о πατέρας, ο μπαμπάς* * *I мο πατέρας, ο μπαμπάςII м(римский) ο πάπας -
10 священник
-
11 папа
-
12 папа
папа Iм разг (отец) ὁ πατέρας, ὁ μπαμπάς.папа IIц (римский) ὁ πάπας, ὁ πον-τίφηξ. -
13 поп
попм разг ὁ πάπας· ◊ каков \поп, таков и приход погов. κατά τόν Μαστρο-γιάννη καί τά κοπέλια του. -
14 римский
ри́м||скийприл ρωμαϊκός· ◊ \римскийские цифры οἱ ρωμαϊκοί αριθμοί· \римскийское право τό ρωμαϊκό[ν] δί-καιο[ν]· \римскийскни́ папа ὁ Πάπας τής Ρώμης· \римскийский нос ἡ γρυπή μύτη. -
15 священник
священникм ὁ πάπας, ὁ ίερεύς [-έας]. -
16 служитель
служительм (науки и т. ἡ.) ὁ ὑπη-ρέτης, ὁ θεράπων ◊ \служитель ку́льта ὁ (ερωμένος, -ό ίερέας [-εύς], ὁ παπᾶς. -
17 pope
[pəup]((often with capital) the bishop of Rome, head of the Roman Catholic church: A new Pope has been elected.) πάπας -
18 priest
[pri:st]1) ((in the Christian Church, especially the Roman Catholic, Orthodox and Anglican churches) a clergyman.) ιερέας,παπάς2) ((feminine priestess) (in non-Christian religions) an official who performs sacrifices etc to the god(s).) ιερέας,ιέρεια• -
19 the Holy Father
(the Pope.) Άγιος Πατέρας, ο Πάπας -
20 священник
[σβιστσιέννικ] ουσ. α παπάς, ιερέας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — ο ο αρχηγός της Δυτικής Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπάς — ο 1. ο ιερέας, ο πρεσβύτερος. 2. χαρτί της τράπουλας, αλλ. ρήγας. 3. μέθοδος κλοπής και απάτης με τρία τραπουλόχαρτα. Ο παίχτης του παιχνιδιού αυτού λέγεται παπατζής: Τον ξεγύμνωσαν με τη μέθοδο του παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπᾶς — παπᾶ̱ς , παπάω handle pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπᾷς — παπάω handle pres subj act 2nd sg παπάω handle pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπας — πάπᾱς , παπάω handle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπάς, Ανδρέας — Αγωνιστής της Επανάστασης. Καταγόταν από την Ηλεία, αλλά είχε εγκατασταθεί στην Άμφισσα. Συμπολέμησε με τον Πανουριά στη μάχη των Θερμοπυλών και κλείστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς. Κατόρθωσε να σωθεί και συνέχισε τον Αγώνα.… … Dictionary of Greek
Παπάς, Εμμανουήλ — (Δοβίστα 1772 – Ύδρα 1821). Έμπορος και πατριώτης από τη Δοβίστα (σημερινό Παπά) των Σερρών, μέλος της Φιλικής Εταρείας και πρωτεργάτης της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους κατά το 1821 Στις αρχές ήδη του 19ου αι. έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
αντίπαπας — Πάπας που δεν έχει αναγνωριστεί από την Καθολική Εκκλησία και του οποίου η εκλογή προκάλεσε σχίσμα στους κόλπους της. Ο αριθμός τους είναι αβέβαιος, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι φτάνουν περίπου τους σαράντα. Στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους οι α … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek