-
1 πάν-οπτος
πάν-οπτος, von Allen gesehen, Sp.
-
2 πάνοπτος
См. также в других словарях:
πάνοπτος — ον, Α αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τόν δουν οι πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. ύπ οπτος] … Dictionary of Greek