-
1 πάν-νυχος
πάν-νυχος, = παννύχιος; τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς; Il. 10, 159; πάννυχοι δὴ διάπλουν καϑίστασαν, Aesch. Pers. 374; αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι χορεύουσι, Soph. Ant. 1138; u. adverbial, τοῖά μοι πάννυχα ἀνεστέναζες, die ganze Nacht hindurch, Ai. 911, im Ggstz von φαέϑοντα, bei Tage; Eur. nennt so den Mond, Alc. 453; in Prosa, πάννυχος λύχνος παρακαίεται, Her. 2, 130; Sp.; auch im adv.; – fem., Agath. 9 (V, 296).
-
2 φιλο-πάν-νυχος
φιλο-πάν-νυχος, Nachtwachen, Nachtfeiern liebend; σελήνη Philodem. 7 (V, 123); Orph. H. 2, 5.
-
3 παννυχος
2длящийся всю ночь(π. λύχνος παρακαίεται Her.)
πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖν Hom. — безмятежно спать всю ночь;π. σελάνα Eur. — всю ночь не заходящая луна -
4 φιλοπάννυχος
φιλο-πάν-νυχος, Nachtwachen, Nachtfeiern liebend
См. также в других словарях:
πάννυχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που ενεργεί ή υφίσταται κάτι καθ όλη τη νύχτα («πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν ναῶν ἄνακτες», Αισχύλ.) 2. αυτός που διαρκεί, που παραμένει όλη τη νύχτα («παννύχου σελάνας», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάννυχα καθ όλη τη… … Dictionary of Greek