-
1 πάν-δωρος
-
2 πάνδωρος
πάν-δωρος, ον,A allbounteous, epith. of Earth, Hom.Epigr.7, Opp.C.1.12; dispenser of all (whether good or ill),αἶσα B.Fr.20.4
; Ζεύς Cleanth.1.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδωρος
-
3 πάνδωρος
πάν-δωρος, alles schenkend; γῆ, Allgeberin -
4 πανδωρος
См. также в других словарях:
πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον … Dictionary of Greek