Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πάνω+από

  • 61 перелить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. перелил
    -ла, -ло, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταγγίζω, μετακενώνω τραβατσάρω, χύνω, αδειάζω. || μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ.).
    2. χύνω παραπάνω από το κανονικό•

    я -ил три капли лекарства έρριξα πάνω από τρεις σταγόνες φάρμακο.

    3. ξαναχύνω•

    перелить статую ξαναχύνω το άγαλμα.

    || χύνω τήκω, λιώνω.
    4. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω.
    1. μεταγγίζομαι.
    2. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. || πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перелить

  • 62 пересыпать

    -шло, -плешь, προστκ. пересыпь ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, χύνω, αδειάζω από ένα μέρος σε άλλο.
    2. παραρρίχνω, παραχύνω, αδειάζω πολύ•

    пересыпать сахару в чай παραρρίχνω ζάχαρη στο τσάι.

    3. επιπάσσω•

    пересыпать вещи нафталином ρίχνω στα πράγματα ναφθαλίνη.

    4. μτφ. (για λόγο)• παρενθέτω (πολλά)• βάζω αναφέρω•

    пересыпать речь цитатами γεμίζω την ομιλία με πολλά τσιτάτα.

    ρ.δ.
    βλ. пересыпать.
    ρίχνομαι, χύνομαι, εκκενώνομαι πάνω από το κανονικό.
    ρ.δ.
    βλ. переспать.

    Большой русско-греческий словарь > пересыпать

  • 63 рой

    роя πλθ. рой, ров α.
    1. σμήνος, εσμός, σμάρι•

    рой диких пчл σμήνος άγριων μελισσών•

    над головой вьтся рой комаров и мух πάνω από το κεφάλι στριφογυρίζει σύννεφο από κουνούπια και μύγες.

    2. μτφ. πλήθος συρροή, χείμαρος• σωρεία•

    рой мыслей πλήθος σκέψεων•

    рой воспоминаний σωρεία αναμνήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > рой

  • 64 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 65 трёхсветный

    επ., με τρεις σειρές παράθυρα-(το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πάνω από το άλλο ή το ένα απέναντι από το άλλο)

    Большой русско-греческий словарь > трёхсветный

  • 66 человек

    α., πλθ. люди κ. παλ. чело-веки α. στις πλάγιες πτώσεις πλθ. человек, человекам, человеками, о человеках.
    1. άνθρωπος• πρόσωπο• άτομο• προσωπικότητα•

    добрый человек καλός (αγαθός) άνθρωπος•

    злой человек κακός άνθρωπος•

    человек военный ο στρατιωτικός•

    молодой человек ο νεολαίος•

    умный человек έξυπνος άνθρωπος•

    высокий (рослый) человек ψηλός άνθρωπος•

    знатный человек επιφανής προσωπικότητα•

    на этом бале было более ста человек σ αυτόν το χορό ήταν πάνω από εκατό άτομα•

    заплатить по три рубля с -а πληρώνω από τρία ρούβλια το άτομο•

    в семье человек семь человек η οικογένεια έχει εφτά μέλη (άτομα).

    2. παλ. υπηρέτης, υπάλληλος•

    он нанял себе -а αυτός προσέλαβε υπηρέτη.

    Большой русско-греческий словарь > человек

  • 67 виадук

    η γέφυρα/το γεφύρωμα (πάνω από χαράδρα, κοιλάδα κ.λπ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виадук

  • 68 вираж

    1. (поворот) η στροφή 2. ав. η οριζόντια στροφή 360° - глубокий - με κλίση πάνω από 45°

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вираж

  • 69 зонт

    1. тех. η καλύπτρα, το κάλυμμα
    - дымовой трубы - της καπνοδόχου, - του φουγάρου
    2. см. зонтик( во 2 знач.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зонт

  • 70 площадь

    1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνεια
    полезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -
    посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)
    2. тех. η επιφάνεια, η έκταση
    лобовая - ав. μετωπική -
    - лобового сопротивления ав. - της οπισθέλκουσας/μετωπικής αντίστασης
    - проектированной поверхности лопастей (гребного винта) - προβολής των πτερυγίων
    - развёрнутой поверхности лопастей (гребного винта) - αναπτυγμένη - των πτερυγίων
    3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόν

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь

  • 71 термы

    (геол.) τα υπόγεια ρεύματα και πηγές (με θερμοκρασία πάνω από 20° С).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термы

  • 72 надзвездный

    надзвездный
    прил поэт. ἀΙθέριος, πάνω ἀπό τ'άστέρια.

    Русско-новогреческий словарь > надзвездный

  • 73 норма

    норм||а
    ж
    1. ἡ νόρμα, τό брю:
    \норма Βώ-работки ἡ νόρμα ἀπόδοσης στή δουλειά, τό δριο ἀπόδοσης στή δουλειά· техническая \норма ἡ τεχνική νόρμα· сверх \нормаы πάνω ἀπό τή νόρμα· \норма прибавочной стоимости эк. τό ποσοστό τής ὑπεραξίας' \норма довольствия воен. τό σιτηρέσιο[ν]·
    2. (закономерность) ὁ κανόνας, ὁ κανών:
    \нормаы литературного языка οἱ κανόνες τής φιλολογικής γλώσσας· \нормаы поведения οἱ κανόνες συμπεριφοράς.

    Русско-новогреческий словарь > норма

  • 74 перепархивать

    перепархивать
    несов φτερουγίζω, πετῶ πάνω ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > перепархивать

  • 75 план

    план
    м
    1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):
    сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·
    2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:
    \план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·
    3. (место расположения) τό μέρος:
    передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > план

  • 76 показывать

    показывать
    несов
    1. в разн. знач. δείχνω, δεικνύω, ἐμφανίζω / ἀποδείχνω, ἀποδεικνύω (доказывать):
    \показывать пальцем δείχνω μέ τό δάκτυλο· \показывать дорогу δείχνω τόν δρόμον· \показывать на деле ἀποδείχνω ἐμπράκτως· \показывать пример δείχνω (δίνω) τό παράδειγμα· термометр показывает 20 градусов выше нуля τό θερμόμετρον δείχνει είκοσι βαθμούς πάνω ἀπό τό (ιηδέν·
    2. юр. (давать показания) μαρτυρώ, καταθέτω, βεβαιώ· ◊ \показывать кому́-л. на дверь δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > показывать

  • 77 превыше

    превыше
    нареч:
    \превыше всего́ πάνω ἀπό ὀλα, ὑπεράνω ὀλων.

    Русско-новогреческий словарь > превыше

  • 78 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 79 надводный

    [ναντβόντνυϊ] επ. ο πάνω από το νερό

    Русско-греческий новый словарь > надводный

  • 80 надземный

    [ναντζιέμνυϊ] επ. επίγειος, πάνω από τη γη

    Русско-греческий новый словарь > надземный

См. также в других словарях:

  • πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ΙΑΤΑ — (από τα αρχικά του αγγλικού International Air Transport Association = Διεθνής Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών). Διεθνής οργανισμός εναέριων μεταφορών, που αντιπροσωπεύει περίπου 280 διεθνείς αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες διενεργούν πάνω από το 95% …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»