-
1 πᾱσί-δηλος
πᾱσί-δηλος, = πάνδηλος, Hdn. epimer. p. 20.
См. также в других словарях:
πάνδηλος — η, ο γνωστός σε όλους, ολοφάνερος, καταφανής, πασίδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δηλος (< αρχ. δῆλος «φανερός»), πρβλ. κατά δηλος] … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek