-
1 πάμ-ψῡχος
πάμ-ψῡχος, ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀϑάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καϑεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.
-
2 πάμψυχος
A in full life, π. ἀνάσσει, of Amphiaraus, S.El. 841 (lyr., also expld. by Sch. as 'ruling over all the shades' or 'immortal', = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, cf. Od.11.483sq., A. Ch. 355).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμψυχος
-
3 πάμψῡχος
πάμ-ψῡχος, ganz beseelt, durchaus lebend -
4 παμψυχος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
θνητόψυχος — θνητόψυχος, ον (Μ) αυτός που πιστεύει ότι η ψυχή είναι θνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, έμ ψυχος, πάμ ψυχος] … Dictionary of Greek