-
1 πάμ-πρεπτος
πάμ-πρεπτος, sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.
-
2 πάμπρεπτος
См. также в других словарях:
θεόπρεπτος — θεόπρεπτος, ον (Α) ο θεοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος, πάμ πρεπτος] … Dictionary of Greek