-
1 πάμ-μεγας
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, sehr groß; δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι, Plat. Phaedr. 273 a; Tim. 26 e; Sp., wie Luc Icarom. 15. Dazu unregelmäßiger superl. παμμέγιστος, Ael. V. H. 10, 2 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 516.
-
2 πάμμεγας
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
3 πάμμεγάλη
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
4 πάμμεγα
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß -
5 παμμεγέθης
πάμ-μεγας, -μεγάλη, -μεγα, u. παμ-μεγέθης, ες, sehr groß
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский