-
1 πάμ-πρωτος
πάμ-πρωτος, der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.
-
2 πάμπρωτος
πάμ-πρωτος, der allererste; adv. πάμπρωτον, zu allererst
См. также в других словарях:
πάμπρωτον — πάμπρωτος the very first masc acc sg πάμπρωτος the very first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανατέλλω — (AM έξανατέλλω) μσν. νεοελλ. (αμτβ.) 1. ανατέλλω, εμφανίζομαι 2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία) αρχ. μσν. κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να… … Dictionary of Greek
πάμπρωτος — πάμπρωτος, ώτη, ον (Α) 1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα πρωτίστως, πρώτα πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρῶτος] … Dictionary of Greek