Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πάμπολυς

См. также в других словарях:

  • πάμπολυς — παμπολύς masc nom sg (attic) παμπολύς masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμπολυς — πολλη, πολη (ΑΜ πάμπολυς, πόλλη, πολυ, Α θηλ. και πάμπολλος) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα ή το μέγεθος («πάμπολυ στράτευμα», Ξεν.) νεοελλ. (ιδίως στον πληθ.) πάμπολλοι, ες, α άπειροι στον αριθμό, απειράριθμοι, αναρίθμητοι αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • πάμπολυ — παμπολύς neut nom/voc/acc sg (attic) παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολύ — παμπολύς masc voc sg (epic) παμπολύς neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλων — παμπολύς fem gen pl παμπολύς masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμπολυν — παμπολύς masc acc sg (attic) παμπολύς masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολλῶν — παμπολύς masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπολύν — παμπολύς masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλαις — παμπολύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλη — παμπολύς fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόλλην — παμπολύς fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»