-
1 παμπληθες
-
2 παμπληθές
παμπληθήςin: masc /fem voc sgπαμπληθήςin: neut nom /voc /acc sg -
3 πάμπληθες
παμπλήθηςmasc /fem voc sgπαμπλήθηςneut nom /voc /acc sgπαμπληθήςin: adverbial -
4 παμ-πληθής
παμ-πληθής, ές, mit der ganzen Menge; οἱ δ' ἀνέβησαν παμπληϑεῖς Ἀρκάδες, Xen. Hell. 6, 5, 26; Plut. Pomp. 34. Auch = πάμπολυς, sehr viel, Lys. 32, 22; παμπληϑεῖς Ἀργείων ἀπώλεσε, Isocr. 12, 169; Plat. Legg. VI, 782 b; Arist. H. A. 6, 13 u. Folgde. – Das neutr., adverbial gebraucht, wird auch πάμπληϑες geschrieben, Dem. 19, 19; Suid.
-
5 παμπληρης
2совершенно полный, т.е. сплошной, непрерывный, не имеющий никаких пустот(τὸ χυρίως ὂν πάμπληρες - v. l. παμπληθές Arst.)
-
6 παμπληθής
παμ-πληθής, ές,II = πάμπολυς, very numerous, multitudinous, , cf. Tht. 156b;γεωργίαι D. 19.145
;πονηρίαι Id.21.19
; χρήματα prob. in D.S. 14.13;κραυγαί POxy. 1242.54
(i A. D.): c. gen.,παμπληθεῖς Ἀργείων Isoc.12.169
: with sg., π. ἂν τὸ γένος ἦν (sc. τῶν ἰχθύων) Arist.HA 567b2; π. κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν a vast amount of.., Isoc. 15.154;πῦρ π. Arist.Mir. 833a20
.III neut. as Adv., entirely,παμπληθὲς ἀπέσχεν D. 19.19
, cf. D.C. 55.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμπληθής
См. также в других словарях:
παμπληθές — παμπληθής in masc/fem voc sg παμπληθής in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμπληθες — παμπλήθης masc/fem voc sg παμπλήθης neut nom/voc/acc sg παμπληθής in adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek