Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάμπληϑες

См. также в других словарях:

  • παμπληθές — παμπληθής in masc/fem voc sg παμπληθής in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμπληθες — παμπλήθης masc/fem voc sg παμπλήθης neut nom/voc/acc sg παμπληθής in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»