-
1 πάλμυς
πάλμυς, υος, ὁ, der König; Hipponax frg. 1, 2 bei Tzetz. zu Lycophr. 219; Dosiad. ara (XV, 25); πάλμυς ἀφϑίτων, Zeus, Lycophr. 691.
-
2 πάλμυς
πάλμυς, υος, ὁ, der König; πάλμυς ἀφϑίτων, Zeus
См. также в других словарях:
Πάλμυς — Πάλμῡς , Πάλμυς masc acc pl Πάλμυς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλμυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ιπποτίωνα, ηγεμόνα της Ασκανίας, πόλης της Βιθυνίας. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και πολέμησε γενναία μαζί με τον Έκτορα. * * * πάλμυς, υδος, ὁ (ΑΜ) (ως επίθ. τού Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
Πάλμυ — Πάλμυς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάλμυν — Πάλμυς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάλμυος — Πάλμυς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)