Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πάλλαξ

  • 1 πάλλαξ

    πάλλαξ, ακος, ὁ, ἡ, eigtl. = νέος, Jüngling, Mädchen, bes. der Geliebte, die Geliebte, u. vorzugsweise das Kebsweib, im Gegensatze zur rechtmäßigen Gattinn, VLL., die auch πάλληξ anführen und es auf πάλλω zurückführen, das Alter, in welchem der menschliche Körper die größte Schwungkraft besitzt; vgl. aber das lat. pellex, und μέλλαξ, μεῖραξ. Auch Παλλάς, άδος, soll nach den Alten damit zusammenbangen. Vgl. Strab. XVII, 816.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πάλλαξ

  • 2 πάλλαξ

    πάλλαξ, ακος, ὁ, ἡ, eigtl. = νέος, Jüngling, Mädchen, bes. der Geliebte, die Geliebte, u. vorzugsweise das Kebsweib, im Gegensatze zur rechtmäßigen Gattin; auf πάλλω zurückzuführen, das Alter, in welchem der menschliche Körper die größte Schwungkraft besitzt; vgl. aber das lat. pellex, und μέλλαξ, μεῖραξ

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πάλλαξ

  • 3 παλλακή

    παλλακή, , wie πάλλαξ, Kebsweib; Her. 1, 84. 135; Ar. Vesp. 1353; Plat. Legg. VIII, 841 d, Dem. 59, 122 unterscheidet γυνή, die rechtmäßige zum Kinderzeugen geheirathete Gattinn, παλλακὴ τῆς καϑ' ἡμέραν ϑεραπείας τοῦ σώματος ἕνεκα, ἑταίρα ἡδονῆς ἕνεκα.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παλλακή

См. также в других словарях:

  • πάλλαξ — πάλλαξ, ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α) 1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία 2. το θηλ. α) νέα γυναίκα β) παλλακίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ βούπαις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή* με αθέματη μορφή] …   Dictionary of Greek

  • πάλλαξ — youth masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλακα — πάλλαξ youth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλακες — πάλλαξ youth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλακι — πάλλαξ youth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλακος — πάλλαξ youth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλαξι — πάλλαξ youth masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλάκιον — παλλάκιον, τὸ (Α) [πάλλαξ, ακος] 1. υποκορ. τού πάλλαξ 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλλάκιον μειράκιον» …   Dictionary of Greek

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»