Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάθεα

См. также в других словарях:

  • πάθεα — πάθος that which happens neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυοπετής — δακρυοπετής, ές (Α) αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + πετής < πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης …   Dictionary of Greek

  • παιδότρωτος — παιδότρωτος, ον (Α) αυτός που πληγώθηκε από τα παιδιά του («πάθεα παιδότρωτα» τραύματα και θάνατος με το χέρι τών τέκνων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τρωτός (< τιτρώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»