-
1 πάγχριστος
A thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr. 661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχριστος
См. также в других словарях:
θεόχριστος — θεόχριστος, ον (Α) 1. αυτός που πήρε χρίσμα από τον θεό 2. το ουδ. ως ουσ. το θεόχριστον είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χριστος (< χρίω), πρβλ. αρτί χριστος, πάγ χριστος] … Dictionary of Greek