-
1 πάγ-χαλκος
πάγ-χαλκος, = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.
-
2 παγχάλκεος,
παγ-χάλκεος, u. πάγ-χαλκος, ganz ehern -
3 πάγχαλκος
παγ-χάλκεος, u. πάγ-χαλκος, ganz ehern
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek