-
1 πάγ-ουρος
-
2 πάγουρος
πάγ-ουρος, ὁ, eigentlich der mit festem Schwanze, Schalschwanz, ein Meerkrebs, der Taschenkrebs. Phönix, den Alten, dessen Haut hart geworden
См. также в других словарях:
θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κόντουρος — κόντουρος, ον (Μ) αυτός που έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ουρος (< ουρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] … Dictionary of Greek
λείουρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] … Dictionary of Greek