-
1 πάγκοινος
πάγ-κοινος, ον,A common to all,νοσήματα Hp.
Aër.2, Gal.17(1).2;π. σοφισταί Poll.4.43
: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις.. Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant. 1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th. 608;ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138
(lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr. 425;π. τέρας Pi.Pae.9.10
; στάσις π. all the band together, A.Ch. 458 (lyr.). Adv.- νως Man.4.506
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκοινος
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πολύκοινος — ον, Α 1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ. β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοινός (πρβλ. πάγ κοινος)] … Dictionary of Greek
κοινογενής — κοινογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γενής (< γένος), πρβλ. παγ γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek