-
1 πάγ-καλος
πάγ-καλος, auch fem. παγκάλη, Plat. (in VLL., bes. bemerkt), ganz, durchaus schön; τάς τε χεῖρας παγκάλους ἔχειν μ' ἔφη, Ar. Plut. 1018; ϑεῖα καὶ πάγκαλα ἀγάλματα, Plat. Conv. 216 e, öfter; παγκάλη ἀνάπαυλα, Legg. IV, 722 c; παιδιά, Phaedr. 276 d; ἵπποι, Hipp. mai. 288 c. – Sp. auch im superlat. παγκάλλιστος. – Adv. παγκάλως, ἔχειν Plat. Phaedr. 230 c, λέγειν Rep. I, 331 e, öfter, wie Sp.
-
2 πάγκαλος
πάγ-καλος, ganz, durchaus schön
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek