-
1 πάγχαλκος
πάγχαλκοςmasc /fem nom sgπαγχάλκεοςall-brazen: masc /fem nom sg -
2 πάγχαλκος
πάγ-χαλκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχαλκος
-
3 πάγχαλκον
πάγχαλκοςmasc /fem acc sgπάγχαλκοςneut nom /voc /acc sgπαγχάλκεοςall-brazen: masc /fem acc sgπαγχάλκεοςall-brazen: neut nom /voc /acc sg -
4 παγχάλκοις
πάγχαλκοςmasc /fem /neut dat plπαγχάλκεοςall-brazen: masc /fem /neut dat pl -
5 παγχάλκων
πάγχαλκοςmasc /fem /neut gen plπαγχάλκεοςall-brazen: masc /fem /neut gen pl -
6 πάγχαλκα
πάγχαλκοςneut nom /voc /acc plπαγχάλκεοςall-brazen: neut nom /voc /acc pl -
7 παγχάλκω
-
8 παγχάλκῳ
-
9 κυνέη
κυνέη: properly ‘dog - skin,’ a soldier's cap, generally of leather, ταυρείη, Il. 10.257; κτιδέη, Il. 10.335; also mounted with metal, χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, and πάγχαλκος, helmet, Od. 18.378; the κυνέη αἰγείη was a goat - skin cap for country wear (like that of the oarsmen in cut No. 38), Od. 24.231 ; Ἄιδος, the cap of Hades, rendered the wearer invisible, Il. 5.845.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κυνέη
-
10 παγχάλκεος
παγ-χάλκεος and πάγχαλκος: all of bronze; fig., of a man, Il. 20.102.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παγχάλκεος
См. также в других словарях:
πάγχαλκος — πάγχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος 2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλκός] … Dictionary of Greek
πάγχαλκος — masc/fem nom sg παγχάλκεος all brazen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχαλκον — πάγχαλκος masc/fem acc sg πάγχαλκος neut nom/voc/acc sg παγχάλκεος all brazen masc/fem acc sg παγχάλκεος all brazen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλκοις — πάγχαλκος masc/fem/neut dat pl παγχάλκεος all brazen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλκων — πάγχαλκος masc/fem/neut gen pl παγχάλκεος all brazen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλκῳ — πάγχαλκος masc/fem/neut dat sg παγχάλκεος all brazen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγχαλκα — πάγχαλκος neut nom/voc/acc pl παγχάλκεος all brazen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
παγχάλκειος — παγχάλκειος, ον (Μ) [πάγχαλκος] παγχάλκεος* … Dictionary of Greek
παγχάλκεος — παγχάλκεος, ον (Α) [πάγχαλκος] ολόκληρος από χαλκό, ολόχαλκος … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek