-
1 άρρωστος
-
2 ἄρρωστος
-
3 ἄρρωστος
ἄρρωστος, ον (s. ἀρρωστέω; for spelling B-D-F §11, 1) sick, ill, lit. powerless (so Hippocr.+; SIG2 858, 17; restored in PEdgar 4, 5=PCairZen 18, 5=Sb 6710 [259/258 B.C.]; Sir 7:35; Mal 1:8; Jos., Bell. 5, 526) 1 Cor 11:30 (w. ἀσθενής).—Mt 14:14; Mk 6:5, 13; 16:18.—B. 298; 302. DELG s.v. ῥώννυμι. M-M. -
4 ἄρρωστος
-ος,-ον + A 0-0-1-0-1=2 Mal 1,8; Sir 7,35 -
5 ἄρρωστος
A weak, sickly, Arist. HA 634b14, Plu.2.465c. Adv.-τως, ἔχειν Aeschin.2.14
, cf. D.H.7.12;διακεῖσθαι Isoc.19.20
.2 in moral sense, weak, feeble,τὴν ψυχήν X.Ap.30
, cf. Oec.4.2 ([comp] Comp.).3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206
(Lucill.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρωστος
-
6 άρρωστος
1) ghastly2) ill3) sickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άρρωστος
-
7 αρρωστοτέρα
ἀρρωστοτέρᾱ, ἄρρωστοςweak: fem nom /voc /acc comp dualἀρρωστοτέρᾱ, ἄρρωστοςweak: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀρρωστοτέρᾱͅ, ἄρρωστοςweak: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
8 αρρωστότερον
ἄρρωστοςweak: adverbial compἄρρωστοςweak: masc acc comp sgἄρρωστοςweak: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ἀρρωστότερον
ἄρρωστοςweak: adverbial compἄρρωστοςweak: masc acc comp sgἄρρωστοςweak: neut nom /voc /acc comp sg -
10 άρρωστον
-
11 ἄρρωστον
-
12 αρρωστοτέρας
ἀρρωστοτέρᾱς, ἄρρωστοςweak: fem acc comp plἀρρωστοτέρᾱς, ἄρρωστοςweak: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
13 ἀρρωστοτέρας
ἀρρωστοτέρᾱς, ἄρρωστοςweak: fem acc comp plἀρρωστοτέρᾱς, ἄρρωστοςweak: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
14 αρρωστοτέρων
-
15 ἀρρωστοτέρων
-
16 αρρωστότατον
-
17 ἀρρωστότατον
-
18 αρρώστως
-
19 ἀρρώστως
-
20 άρρωστα
См. также в других словарях:
ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ … Dictionary of Greek
άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)