-
1 жалобщик
-а α., -ца, -ы θ. ενάγων, -ούσα, εγκαλών, -ούσα, μηνυτής, -τρία. -
2 причастник
-а α. -ца, -ы θ.1. συμμέτοχος.2. (εκκλσ.) ο μεταλαβαίνων, -ούσα, ο κοινωνών, -ούσα. -
3 текущий
τρέχ/ων. - ремонт η μικροεπι-σκευή, - ούσα επισκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > текущий
-
4 the deceased
(in law, the dead person already mentioned, especially one who has recently died: Were you a friend of the deceased?) εκλιπών,-ούσα -
5 блондин
-а α., -ка, -и θ.ξανθομάλλης, -α, -ούσα, ξανθούλα. -
6 брюнет
-а α. -ка, -и θ.μαυρομάλλης, -ούσα. -
7 гастролёр
-а α., -ша, -и θ. περιοδεύων καλλιτέχνης, -ούσα καλλιτέχνιδα. || περαστικός, διαβατικός, διαβατάρης. -
8 заявитель
-я α,-ница, -ы в. (δηλών, -ούσα) -
9 зимовщик
-а α.-ца, -ы θ.ο δκχχειμάζων, -ούσα. -
10 Debate
v. trans.Discuss, examine: P. and V. ἐξετάζειν, σκοπεῖν, ἐπεξέρχεσθαι, ἐπισκοπεῖν, διαπεραίνειν.V. intrans. Meditate: P. and V. βουλεύεσθαι, φροντίζειν, λογίζεσθαι, ἐννοεῖν (or mid.), συννοεῖν (or mid.), P. διαβουλεύεσθαι.Be in doubt: P. and V. ἀπορεῖν.Debating whether to be wroth with the city: V. ὡς ἀμφίβουλος οὖσα θυμοῦσθαι πόλει (Æsch., Eum. 733).Take counsel: P. and V. βουλεύεσθαι, P. διαβουλεύεσθαι.Dispute: P. ἀμφισβητεῖν.——————subs.Perplexity, doubt: P. and V. ἀπορία, ἡ.Dispule: P. ἀμφισβήτησις. ἡ.Talk: P. and V. λόγοι, οἱ.Let us hold debate together: V. εἰς κοινοὺς λόγους ἔλθωμεν (Eur., Or. 1098).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Debate
-
11 Net
subs.For fishing: P. and V. δίκτυον, τό (Plat.).For hunting: P. and V. δίκτυον, τό (Plat.), βρόχος, ὁ (Plat.), ἄρκυς, ἡ (Plat.), V. ἀμφίβληστρον, τό, ἄγρευμα, τό.met., V. ἄρκυς, ἡ, ἄγρευμα, τό; see also Toils.The man is caught in the net: V. ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται (Eur., Bacch. 847; cf., Rhes. 730).Being caught within the net of fate: V. ἐντὸς... οὖσα μορσίμων ἀγρευμάτων (Æsch., Ag. 1048).He hath escaped from the midst of the net: V. ἐκ μέσων ἀρκυστάτων ὤρουσεν (Æsch., Eum. 112). Surround mith a net, v.: P. περιστοιχίζεσθαι, V. περιστιχίζειν.——————v. trans.P. and V. αἱρεῖν, P. συμποδίζειν.——————adj.Clear of deduction: P. ἀτελής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Net
-
12 Since
prep.P. and V. ἐκ (gen.), ἀπό (gen.).After: P. and V. μετά (acc.).Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου·A country uninjured since the Persian war: P. χώρα ἀπαθὴς οὖσα ἀπὸ τῶν Μηδικῶν. (Thuc. 8, 24.)——————adv.Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.From the time when: P. and V. ἐξ οὗ, ἀφʼ οὗ, ἐξ ὅτου, V. ἀφʼ οὗπερ ἐξ οὗτε, ἐπεί, P. ἐπειδήπερ, Ar. and V. ἐξ οὗπερ.Ago, from this time: use P. and V. ἐκ τούτου, ἐκ τοῦδε.From that time: P. and V. ἐξ ἐκείνου.Where ever since the gods possess a court honest and loyal: ἵνʼ εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τʼ ἐστὶν ἔκ γε τοῦ θεοῖς (Eur., El. 1262).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Since
-
13 Uninjured
adj.Safe: P. and V. σῶς, ἀσφαλής.Unharmed: P. and V. ἀβλαβής (Plat.), ἀκέραιος, ἀκραιφνής, ἀθῷος (Eur., Bacch. 672), ἀκήρατος (rare P.), ἀπήμων (Plat. but rare P.), V. ἄνατος, P. ἀπαθής.Unwounded: P. and V. ἄτρωτος (Plat.).A country uninjured since the Median War: P. χώρα ἀπαθὴς οὖσα ἀπὸ τῶν Μηδικῶν (Thuc. 8, 24).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Uninjured
См. также в других словарях:
οὔσα — οὔσᾱ , εἰμί sum pres part act fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
.οῦσα — ὗ̱σα , ὕω rain aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖσα — εἰμί sum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) οὖσον ship s tackle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απών, -ούσα, -όν — αρχαία μετοχή, αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών: Πολλοί μαθητές ήταν σήμερα απόντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιθύνων, -ουσα, -ον — 1. ο επικεφαλής, αυτός που κυβερνά ένα κράτος ή διευθύνει μια επιχείρηση: Ιθύνοντες της πολιτείας. 2. «ιθύνουσα τάξη», έτσι λέγεται η τάξη που έχει κάπου την εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρών, -ούσα, -όν — (μτχ. του αρχαίου ρ. πάρειμι) 1. αυτός που παραβρίσκεται, που είναι κάπου προσωπικά ο ίδιος: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες. 2. ως ουσ., παρόν, το (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φά(γ)ουσα — η φαγέδαινα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… … Dictionary of Greek
κατεπείγων — ουσα, ον (AM κατεπείγων, ουσα, ον) βλ. κατεπείγω … Dictionary of Greek