-
1 ουλος
I3эп. = ὅλος См. ολοςII3[ὄλλυμι]1) губительный, несущий гибель(Ἄρης, Ἀχιλλεύς Hom.)
2) роковой(Ὄνειρος Hom.)
3[εἰλύω]1) плотный, толстый(χλαῖναι, τάπητες Hom.)
2) густой(λάχνη Hom.)
; густой, сплошной(γεράνων νέφος Anth.)
3) курчавый(κόμαι Hom.; τρίχωμα Her.)
4) вьющийся или густо растущий(σέλινοι, θρίδακες Anth.)
5) искривленный, кривой(σκέλη Arst.)
6) громкий, сильный(οὖλον κεκλήγοντες κολοιοί Hom.; οὖλα φθέγγεσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek