-
1 ουρία
οὐρίᾱ, οὔριοςwith a fair wind: fem nom /voc /acc dualοὐρίᾱ, οὔριοςwith a fair wind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)οὐρίᾱ, οὐρίαfem nom /voc /acc dualοὐρίᾱ, οὐρίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————οὐρίᾱͅ, οὔριοςwith a fair wind: fem dat sg (attic doric aeolic)οὐρίᾱͅ, οὐρίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 οὐρία
-
3 οὐρία
-
4 οὐρία [2]
-
5 οὔρια
-
6 ούρια
οὔριονward: neut nom /voc /acc plοὔριοςwith a fair wind: neut nom /voc /acc plοὔριοςwith a fair wind: neut nom /voc /acc pl -
7 οὔρια
οὔριονward: neut nom /voc /acc plοὔριοςwith a fair wind: neut nom /voc /acc plοὔριοςwith a fair wind: neut nom /voc /acc pl -
8 οὐρία
οὐρία, ἡ, ein Wasservogel -
9 οὔρια
οὔρια, τά, Grenzen -
10 οὑρία
Grammatical information: f.Meaning: name of a duck-like waterbird (Alex. Mynd. ap. Ath. 9, 395 e).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Generally taken to a word for `water' in Lat. ūrīna etc., with which also οὑρέω is connected; s.v. w. lit. and W.-Hofmann s. ūrīna.Page in Frisk: 2,447Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > οὑρία
-
11 ουρια
I.ἥ (sc. πνοή) благоприятный (попутный) ветерἐξ οὐρίας πλεῖν Polyb. — плыть с попутным ветром;
οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. — пускаться (в путь) с попутным ветромII.Iadv. [οὔριος] под попутным ветром, при благоприятных обстоятельствах(θεῖν Arph.)
IIτά (= атт. ὅρια) границы, пределы Her. -
12 οὐρία
Βλ. λ. ουρία -
13 οὐρίᾳ
Βλ. λ. ουρία -
14 ουρία
η мочевина -
15 στραγγ-ουρία
στραγγ-ουρία, ἡ, der Harnzwang, wo der Urin nur tropfenweise kommt; Plat. Ep. XI, 358 e, Medic.
-
16 μυ-ουρία
-
17 κηπ-ουρία
-
18 δυς-ουρία
δυς-ουρία, ἡ, Harnzwang; Medic.; Plut. Symp. 8, 9, 3.
-
19 μει-ουρία
μει-ουρία, ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.
-
20 λιψ-ουρία
λιψ-ουρία, ἡ, Verlangen zu pissen, vom kleinen Kinde, Aesch. Ch. 745.
См. также в других словарях:
οὐρία — οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίᾳ — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ … Dictionary of Greek
ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
ουρία — η (ιατρ.), συστατικό των ούρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὔρια — οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίας — οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem acc pl οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱς , οὐρία fem acc pl οὐρίᾱς , οὐρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίαι — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)