Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔνει

См. также в других словарях:

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • ούνης — οὔνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

  • ούνιος — οὔνιος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

  • ούνον — οὖνον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑγιές. Κύπριοι δρόμον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»