-
1 ούλωσις
-
2 οὔλωσις
-
3 οὔλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὔλωσις
-
4 ουλώσεως
-
5 οὐλώσεως
-
6 ούλωσιν
-
7 οὔλωσιν
-
8 οὔλωμα
-
9 συνεπούλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπούλωσις
См. также в других словарях:
ούλωσις — οὔλωσις, ἡ (ΑΜ) [ουλώ (II)] σχηματισμός ουλής, επούλωση, θεραπεία έλκους ή τραύματος … Dictionary of Greek
οὔλωσις — cicatrization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλωσιν — οὔλωσις cicatrization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλώσεως — οὐλώσεω̆ς , οὔλωσις cicatrization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)