-
61 βαθύχρους
ους, ουν, βαθύχρωμος, η, ο [ος, ον ] тёмный, тёмного цвета -
62 βραδύνους
ους, ουν тупой, тупоумный, несообразительный -
63 βραδύπλους
ους, ουν медленно плывущий (р пароходе и т. п.) -
64 βραδύπους
ους, ουν 1. идущий, шагающий медленно;2. (ο) зоол, ленивец -
65 γαλακτόχρους
ους, ουν молочно-белый, молочного цвета -
66 γλαυκόχρους
-
67 δάσος
(-ους) (πΛ. δάση и δάσητα) τό лес;δάσος παρθένο — девственный лес
-
68 δέος
(-ους) τό страх, боязнь -
69 δύσνους
ους, ουν непонятливый, тупой -
70 έγχρους
-
71 ελαιοβαφής
(-ους), ης, ες выкрашенный масляной-краской -
72 ελαιοφυής
(-ους), ης, ες см. ελαιόφυτος -
73 ελαιόχρους
ους, ουν оливковый, оливкового цвета -
74 ελαφρόνους
ους, ουν легкомысленный, несерьёзный; пустой -
75 ένθους
ους, ουν1) полный энтузиазма; воодушевлённый, вдохновлённый (о человеке); 2) вдохновенный; восторженный;ένθους προσφώνησις — вдохновенная речь
-
76 επιτελής
-
77 επτάχρους
ους, ουν, -ωμός, ος, ον семицветный -
78 επωφελής
(-ους), ης, ες выгодный, полезный, прибыльный, доходный;αμοιβαία επωφελής — взаимовыгодный
-
79 ερυθρόχρους
ους, ουν имеющий красный цвет -
80 ετερόχρους
ους, ουν см. ετερόχρωμος
См. также в других словарях:
.ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
.ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕς — ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek