-
1 ουρητήρ
-
2 οὐρητήρ
-
3 οὐρητήρ
II later, in pl., the ducts which convey the urine from the kidneys into the bladder, Gal.19.363, UP5.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρητήρ
-
4 ουρητήρα
-
5 οὐρητῆρα
-
6 ουρητήρας
-
7 οὐρητῆρας
-
8 ουρητήρες
-
9 οὐρητῆρες
-
10 ουρητήρι
-
11 οὐρητῆρι
-
12 ουρητήρος
-
13 οὐρητῆρος
-
14 ουρητήρσι
-
15 οὐρητῆρσι
-
16 ουρητήρσιν
-
17 οὐρητῆρσιν
-
18 ουρητήρων
-
19 οὐρητήρων
-
20 οὐράνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐρητήρ — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρα — οὐρητήρ Aër. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρας — οὐρητήρ Aër. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρες — οὐρητήρ Aër. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρι — οὐρητήρ Aër. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρος — οὐρητήρ Aër. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρσι — οὐρητήρ Aër. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητῆρσιν — οὐρητήρ Aër. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρητήρων — οὐρητήρ Aër. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uréter — (Derivado del lat. uretra.) ► sustantivo masculino ANATOMÍA Cada uno de los dos conductos por los que desciende la orina desde los riñones hasta la vejiga. * * * uréter (del gr. «ourētḗr») m. Anat. Cada uno de los dos conductos por los que pasa… … Enciclopedia Universal
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek