-
1 μέθεξις
A participation, οὐσίας μετὰ χρόνου participation of being in time, Pl.Prm. 151e; χρόνου in time, ib. 141d;αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1278a23
.II in Platonic philosophy, participation in the ideas,ἡ μ. τοῖς ἄλλοις.. τῶν εἰδῶν Pl.Prm. 132d
, cf. Arist.Metaph. 987b10; ταὐτοῦ in the same, Pl.Sph. 256b.III in Logic, κατὰ μέθεξιν as being contained or comprehended, as genus or difference in species, Arist.Top. 132b35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθεξις
-
2 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek