-
1 ουρανονικος
См. также в других словарях:
ουρανόνικος — οὐρανόνικος, ον (Α) αυτός που νικά τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + νίκη (πρβλ. Ολυμπιό νικος)] … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
οὐρανονίκων — οὐρανονί̱κων , οὐρανόνικος conquering heaven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)