-
1 ουρανίσκον
-
2 οὐρανίσκον
См. также в других словарях:
οὐρανίσκον — οὐρανίσκος a little heaven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ουρανίσκον
2 οὐρανίσκον
οὐρανίσκον — οὐρανίσκος a little heaven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)