-
1 οὐρανό-πλαγκτος
οὐρανό-πλαγκτος, den Himmel durchirrend; βίος, Maneth. 4, 623; Orph. H. 20, 1.
-
2 οὐρανόπλαγκτος
οὐρᾰνό-πλαγκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανόπλαγκτος
-
3 οὐρανόπλαγκτος
См. также в других словарях:
ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] … Dictionary of Greek
νοόπλαγκτος — νοόπλαγκτος, ον (Α) νοοπλανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος, ουρανό πλαγκτος] … Dictionary of Greek