Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οὐρανο-πετής

См. также в других словарях:

  • ουρανοπετής — οὐρανοπετής, ές (Α) αυτός που έπεσε από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπετής — κλινοπετής, ές (AM) κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι άρρωστίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ πετής, ουρανο πετής)] …   Dictionary of Greek

  • υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] …   Dictionary of Greek

  • αεροπετής — ές (Α ἀεροπετής, ές) αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πετής < πίπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»